Ποιός είναι ο διπλανός σου;

Ήταν Κυριακή απόγευμα και μια τάξη από κορίτσια μαζεύτηκαν γύρω από τη δασκάλα του Κυριακού Σχολείου. Διάβασαν λέξη προς λέξη την παραβολή του Καλού Σαμαρείτη. Η κυρία Τσέστερ άρχισε τις ερωτήσεις για να δει αν τα παιδιά κατάλαβαν την παραβολή. Στράφηκε στη Μπέσσυ Τέιλορ που ήταν η μικρότερη στην τάξη και της είπε: «Μπέσσυ, μπορείς να μου πεις ποιος είναι ο διπλανός σου;»

«Ναι κυρία», απάντησε η Μπέσσυ « Η κυρία Πέρκινς.»  Η τάξη ξέσπασε σε γέλια. Και η αδελφή της Μπέσσυ, η Έλλεν, που καθόταν δίπλα της την σκούντησε και της ψιθύρισε «είσαι χαζή.» « Όχι η Μπέσσυ δεν είναι χαζή,» είπε η κυρία Τσέστερ ευγενικά. «Η απάντηση της ήταν σωστή κατά κάποιον τρόπο. Πάντοτε λέμε πως αυτοί που μένουν κοντά στο δικό μας σπίτι είναι οι διπλανοί μας. Όμως η παραβολή που διαβάσαμε μας διδάσκει πως διπλανός μας μπορεί να είναι και κάποιος που δεν μένει κοντά μας. Ποιος είπε αυτή την παραβολή;» «Ο Ιησούς Χριστός» είπαν πολλές φωνούλες μαζί. «Και γιατί ο Ιησούς είπε αυτή την παραβολή;» Τα παιδιά δίστασαν. « Τι είναι παραβολή;» ρώτησαν την δασκάλα τους. «Μία μικρή ιστορία που μας διδάσκει κάτι» είπε η Έλλεν. «Ναι. Και αν κοιτάξετε στη Βίβλο θα δείτε τι ο Σωτήρας μας εξηγούσε με αυτή την παραβολή. Μια φορά καθώς μιλούσε σε κάποιον σοφό για τις εντολές σχετικά με το να αγαπάς τον διπλανό σου όπως τον εαυτό σου, ο άνθρωπος αυτός θέλοντας να δείξει πως το εκτελεί αυτό είπε : «Και ποιος είναι ο διπλανός μου;» Και ο Ιησούς απάντησε στην ερώτησή του λέγοντάς του μια ιστορία. Ένας άνθρωπος ταξίδευε από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ όταν του επιτέθηκαν ληστές. Ο δρόμος σ’ αυτό το σημείο ήταν πολύ μοναχικός και υπήρχαν  ψηλοί λόφοι σε κάθε πλευρά, στους οποίους εύκολα κρύβονταν ληστές. Καθώς λοιπόν αυτός ο άντρας προχωρούσε του επιτέθηκαν και του πήραν ότι είχε και τον άφησαν στον δρόμο μισοπεθαμένο. Μετά από αρκετή ώρα άκουσε βήματα.  Άνοιξε τα μάτια του και είδε έναν ιερέα να έρχεται προς το μέρος του. Χάρηκε γιατί σκέφτηκε πως τώρα κάποιος θα τον βοηθούσε. Άλλα μόλις τον είδε ο ιερέας πέρασε από την άλλη πλευρά του δρόμου. Τι απογοήτευση! Μετά από αυτό, καθώς ο άμοιρος ταξιδιώτης ίσως να σκεφτόταν πως θα έμενε εκεί μέχρι να πεθάνει, άκουσε κάποιον να έρχεται. Ήταν ένας Λευίτης. Σταμάτησε, τον κοίταξε και συνέχισε τον δρόμο του. Νομίζω πως ο καημένος ο άνθρωπος θα ένιωσε πολύ λυπημένος. Κανείς δεν νοιαζόταν για κείνον. Μα καθώς  κάθε ελπίδα χανότανε ακούστηκε μια ευγενική φωνή που τον έκανε να ανοίξει τα μάτια του. Ήταν ένας Σαμαρείτης που έσκυψε πάνω του γεμάτος συμπόνια. Δεν έφυγε αλλά έμεινε και έβαλε λάδι στις πληγές του και τις έδεσε πολύ προσεκτικά. Οι πληγές θα πονούσαν πολύ, γιατί σίγουρα θα στεκόταν εκεί πολλές ώρες, αβοήθητος κάτω από τον καυτό ήλιο. Ύστερα ο Σαμαρείτης τον πήγε σ’ ένα πανδοχείο και είπε στους ανθρώπους να τον προσέξουν και τους πλήρωσε για τις υπηρεσίες τους. Όταν ο Ιησούς τε

λείωσε την παραβολή ρώτησε τον σοφό άντρα ποιος πίστευε πως ήταν ο διπλανός του χτυπημένου.  Και εκείνος απάντησε: «εκείνος που έδειξε έλεος».
«Τώρα λοιπόν Μπέσσυ μπορείς να μου πεις ποιος είναι ο διπλανός σου;» «Μπορώ κυρία», φώναξε η Έλλεν. «Και εγώ μπορώ» ακούστηκαν να λένε και άλλες φωνές.  «Όχι κορίτσια, θέλω η Μπέσσυ να προσπαθήσει να μου απαντήσει.» Η Μπέσσυ περίμενε
λίγο και μετά είπε σιγανά «Κάποιος που μας βοηθάει όταν έχουμε πρόβλημα.» «Ναι Μπέσσυ, ήμουν σίγουρη πως θα μου απαντούσες αν είχες χρόνο να σκεφτείς.» Τότε η κυρία Τσέστερ εξήγησε στα παιδιά πως όλη η ανθρώπινη οικογένεια είναι οι διπλανοί μας και όλοι χρωστάμε να τους κάνουμε όλο το καλό που μπορούμε και να τους παρηγορούμε όταν είναι λυπημένοι.
Η κυρία Τσέστερ τους μίλησε πολύ όμορφα και τα κορίτσια απαντούσαν πολύ σωστά και κυρίως η Έλλεν Τέιλορ. Είχε πάντοτε έτοιμη την απάντηση της και ήταν πάντοτε σωστή. Ενώ η Μπέσσυ σπάνια μιλούσε και όταν  το αποφάσιζε ήταν μπερδεμένη και έδινε λάθος απάντηση.

«Τι διαφορετικά που είναι αυτά τα κορίτσια!» σκέφτηκε η κυρία Τσέστερ καθώς οι μαθήτριές της έβγαιναν από την τάξη. « Η Έλλεν δεν είναι πολύ μεγαλύτερη από την Μπέσσυ αλλά είναι δύο φορές εξυπνότερη. Είναι το πιο σκεπτόμενο και το πιο λαμπρό μυαλό μέσα στην τάξη και φαίνεται να καταλαβαίνει ότι μαθαίνει. Εύχομαι όλες να ήταν σαν κι αυτή.»
Πόσο αληθινό είναι το γεγονός ότι ο Θεός δεν βλέπει όπως βλέπει ο άνθρωπος! Κρίνουμε τους άλλους από την εξωτερική τους εμφάνιση αλλά ο Θεός βλέπει την καρδιά. Η γνώμη μας σχεδόν πάντα είναι λαθεμένη αλλά ο Θεός ποτέ δεν λανθάνει όταν μας σκέφτεται.
Όταν τα κορίτσια έφυγαν από το σχολείο η Λούσι Κάρτερ πλησίασε την Έλλεν και τη Μπέσσυ για να περπατήσει μαζί τους αφού έμενε στην ίδια κατεύθυνση. Όμως η Έλλεν δεν μπορούσε να την έχει μαζί της και της είπε πως προτιμάει να είναι με την Έμιλυ Τζόουνς και την Μάρθα Φιλντ. Και μάλιστα ούτε αυτές την ήθελαν. Η Μπέσσυ γύρισε πίσω και  είδε την Λούσυ να περπατάει μόνη της.
«Λοιπόν, μπορεί να βρει κάποιον άλλον να περπατήσουν μαζί,» είπε η Έλλεν απότομα, « γιατί εγώ δεν θέλω να με δουν με ένα τέτοιο φτωχοντυμένο κορίτσι.  Το παλιό μάλλινο φόρεμά της είναι τόσο κοντό και το μεγάλο χοντροκομμένο ψάθινο σκουφί της την κάνει σαν σκιάχτρο. Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν φοράει καλύτερα ρούχα.»
Και η Έλλεν κοίταξε λοξά με έναν αέρα αυτοϊκανοποίησης το δικό της όμορφο μπλε φόρεμα και τη μαύρη μεταξωτή κάπα της. Καθώς η φτωχή, ντροπαλή μικρή Λούση περπατούσε αργά πίσω χωρίς συντροφιά και ευχόταν να είχε και εκείνη μία αδελφή ή κάποιον που να είναι ευγενική μαζί της. Δεν ξέρω αν σκεφτόταν την ερώτηση που έμαθε στο σημερινό μάθημα «ποιος είναι ο διπλανός σου;» αλλά φοβάμαι πως η Έλλεν δεν το έκανε.

Καθώς η Μπέσσυ και η αδελφή της έστριψαν στην γωνία του δρόμου συνάντησαν ένα μικρό κοριτσάκι που ερχόταν προς το μέρος τους. Έμοιαζε λυπημένο και φοβισμένο. Ήταν φτωχό και ατημέλητο. Οι μπότες της είχαν πολλές τρύπες και η μία ήταν δεμένη μόνο μέχρι την μέση. Και το σκουφί της ήταν πολύ μικρό και δεν κάλυπτε το χλωμό αλλά καθαρό προσωπάκι της. Τα δάκρυα ανέβαιναν στα μάτια της αν και πάλευε να τα κρατήσει. Και έδειχνε φοβισμένη σαν να μην ήξερε τι να κάνει και που να πάει. Επίσης ήταν και ανάπηρη, φτωχό κορίτσι, η πλάτη της ήταν κυρτή τόσο που δεν μπορούσες να μην την κοιτάξεις και να μην την λυπηθείς. Τουλάχιστον η Μπέσσυ δεν μπόρεσε.
«Τι συμβαίνει κοριτσάκι;» ρώτησε η Μπέσσυ καθώς σταμάτησε να της μιλήσει. Χωρίς να ρωτήσει την Έλλεν και να της ζητήσει την άδεια και η οποία πιθανότατα δεν θα της την έδινε.
«Έχασα τον δρόμο μου,» απάντησε το φτωχό κορίτσι λυπημένο, « και δεν μπορώ να βρω την αυλή μας πουθενά. Και είμαι τόσο κουρασμένη.»

«Που μένεις;» είπε η Έλλεν βιαστικά. « Στο Γουίντμιλ, στην δεξιά πλευρά της Τόμας Στριτ.» «Τόμας Στριτ!» φώναξε η Έλλεν. «Γιατί είσαι τόσο μακριά από κει;» Πρέπει να διασχίσεις αυτόν το δρόμο και να στρίψεις σ’ αυτό το φανάρι μέσα στην Κινγκ Στριτ και τότε να ρωτήσεις πως θα συνεχίσεις. Είναι αρκετά εύκολο να το βρεις αρκεί να προσέχεις γύρω σου. Εξάλλου θα όφειλες να προσέχεις που πήγαινες και να μην χαθείς. Και είναι χαζό να κλαις, δεν πρέπει να κάνεις σαν μωρό!»

Δύο ή τρία δάκρυα, τα οποία η Έλλεν δεν παρατήρησε πριν, κύλησαν στο μάγουλο της μικρούλας. Ίσως ο απότομος τρόπος της Έλλεν να τα έκανε να ξεχειλίσουν  ή ίσως η σκέψη πως ήταν τόσο μακριά από το σπίτι της να εξουθένωσε και το λίγο κουράγιο που της είχε απομείνει. Δεν είπε τίποτα αλλά έδειχνε τόσο προβληματισμένη που η καρδιά της Μπέσσυ ράγισε. «Θα έρθω μαζί σου μέχρι ένα σημείο εάν θέλεις» της είπε «καιθα σου δείξω ποια στροφή να πάρεις στην Πλατεία του Σίντνευ και μετά θα είσαι σίγουρη για τη συνέχεια.» «Ανοησίες Μπέσσυ,» είπε η Έλλεν,  « Δεν υπάρχει περίπτωση να το κάνεις αυτό, άσε που θα καθυστερήσεις να γυρίσεις σπίτι. Έλα πάμε.»

Η Μπέσσυ όμως έδειχνε προδιατεθειμένη να κάνει αυτό που ήθελε. «Δεν θα αργήσω πολύ, Έλλεν,» είπε, «θα κάνουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε. Και από την άλλη η μητέρα μας αφήνει να γυρίσουμε σπίτι μέχρι τις πέντε. Μπορείς να της πεις που θα πάω. Αλλά γιατί δεν έρχεσαι κι εσύ;» «Όχι βέβαια!» είπε η Έλλεν κουνώντας περιφρονητικά το κεφάλι της. «Δεν μου αρέσει να βγαίνω από τον δρόμο μου για το τίποτα. Και εσύ καλά θα κάνεις να έρθεις σπίτι αμέσως Μπέσσυ. Η μικρή θα τα καταφέρει και χωρίς εσένα.»Η Μπέσσυ όμως δεν ένιωθε έτσι και οι δύο αδελφές χωρίστηκαν. Η μία πήγε σπίτι και η άλλη έγινε οδηγός στο μικρό άγνωστο κοριτσάκι. Ήταν πολύ ευγνώμων στη Μπέσσυ για την βοήθειά της. Είπε πως ζούσε μέχρι τώρα στην επαρχία και ο θόρυβος και η φασαρία στους δρόμους του Λονδίνου ήταν τόσο άγνωστα σ’ εκείνη που φοβόταν να βγαίνει μόνη της έξω από το σπίτι. Μόλις πριν λίγο καιρό μετακόμισαν στο σπίτι τους αυτό και γι’ αυτό δεν είχε συνηθίσει τη γειτονιά της. Και καθώς πήρε μια λάθος στροφή εκείνο το απόγευμα απομακρύνθηκε πολύ από το δρόμο της και δεν μπορούσε να καταλάβει που βρισκόταν αλλά και ποιόν δρόμο να πάρει μετά. «Και είμαι τόσο ανάπηρη», συνέχισε «που δεν μου αρέσει να στέκομαι σ’ ένα μέρος γιατί τα παιδιά με κοιτάνε και μερικά με αποκαλούνε με διάφορα ονόματα.» «Ήσουν πάντοτε έτσι;» ρώτησε η Μπέσσυ. «Όχι πάντα. Όταν ήμουν μικρό κορίτσι είχα ένα ατύχημα που πλήγωσε τη πλάτη μου και δεν ίσιωσε ποτέ ξανά. Ο γιατρός είπε πως δεν θα ισιώσει ποτέ.» «Ω! Καημενούλα μου τι δύσκολο που θα είναι!» είπε η Μπέσσυ. «Δεν είναι και τόσο», απάντησε το κορίτσι χαμογελώντας. «Και δεν με ενοχλεί και πολύ, απλά με εμποδίζει να κάνω πράγματα όπως τα άλλα κορίτσια και η μητέρα λέει πως δεν θα κάνω για υπηρέτρια.» «Τότε θα πρέπει να γίνεις μοδίστρα,» είπε η Μπέσσυ, «όπως είναι και η μητέρα μου. Φτιάχνει φορέματα για σπουδαίες κυρίες και το ίδιο θα κάνω και εγώ μόλις μεγαλώσω. Η μητέρα σου μπορεί να φτιάχνει φορέματα;»
«Όχι, είμαι σίγουρη πως δεν μπορεί. Όμως εργάζεται πολύ σκληρά. Πηγαίνει και καθαρίζει και πλένει και έρχεται στο σπίτι αργά και τόσο κουρασμένη!  Όμως δεν θα είχαμε να ζήσουμε εάν δεν μας έφερνε χρήματα μ’ αυτόν τον τρόπο.»
«Ο πατέρας σου δεν ζει;» «Ζει, αλλά δεν μπορεί να δουλέψει. Είχε ένα ατύχημα και από τότε είναι άρρωστος. Ζούσαμε πολύ όμορφα όταν ήταν καλά. Είχαμε ένα ωραίο μικρό σπιτάκι και κήπο δικό μας. Τώρα έχουμε μόνο δύο δωμάτια και είναι πολύ μικρά και πολύ σκοτεινά.»

«Έχεις καθόλου αδέλφια;» «Έχω δύο αδελφές η μία είναι μωράκι και η άλλη είναι πολύ μικρή. Τις προσέχω όλη την ημέρα όταν η μητέρα λείπει.» «Και που πήγαινες σήμερα το απόγευμα;» Η Μπέσσυ έδειχνε πως επειδή ήταν υπεύθυνη τώρα για το κορίτσι μπορούσε να της κάνει όσες ερωτήσεις ήθελε. «Μόνο μια βόλτα,» ήταν η απάντηση. «Η μητέρα σκέφτηκε πως θα μου έκανε καλό καθώς το κεφάλι μου πονούσε.» «Κυριακό σχολείο δεν πηγαίνεις;» «Όχι.» «Και που πηγαίνει η μητέρα σου την Κυριακή;» «Δεν πηγαίνει πουθενά. Κάθεται σπίτι. Μερικές φορές σιδερώνει τα ρούχα μας και άλλες φορές τρίβει το πάτωμα. Μαγειρεύει λίγο κρέας για το μεσημεριανό μας, εάν έχει χρήματα να το αγοράσει.» «Όμως δεν γνωρίζεις,» είπε η Μπέσσυ, « πως την Κυριακή πηγαίνουμε στον Οίκο του Θεού και διαβάζουμε την Βίβλο. Δεν το ξέρεις;» Ρώτησε με σοβαρό ύφος η Μπέσσυ. «Ναι», είπε το κορίτσι διστακτικά, «Ξέρω πως οι πλούσιοι κάνουν έτσι, αλλά οι φτωχοί δεν μπορούν να είναι τόσο καλοί.» «Γιατί όχι;» είπε η Μπέσσυ.   «Οι φτωχοί δεν έχουν ψυχή;» «Ναι υποθέτω πως έχουν,» απάντησε το μικρό κορίτσι. Ήταν απλά ένα θέμα που δεν το είχε σκεφτεί και πολύ. «Ασφαλώς και έχουν,» είπε η Μπέσσυ. «Και η δασκάλα μου λέει πως οι ψυχές μας είναι ότι πολυτιμότερο έχουμε και οφείλουμε να νοιαζόμαστε για αυτές περισσότερο από το σώμα μας.» «Κανείς δεν το κάνει όμως,» σημείωσε η μικρή φίλη της Μπέσσυ. « Ναι κι όμως πολλοί άνθρωποι νοιάζονται,» είπε η Μπέσσυ. «Και αν δεν το κάνουν το οφείλουν. Πως θα πάμε στον ουρανό εάν δεν διαβάσουμε την Βίβλο που θα μας δείξει πώς να πάμε;» Το κοριτσάκι ήταν σιωπηλό. «Εξάλλου,» συνέχισε η Μπέσσυ, «η δασκάλα λέει πως αν αγαπάμε τον Ιησού θα αγαπάμε και τον Λόγο Του. Αγαπάς τον Ιησού;» Πρόσθεσε απαλά. «Όχι,» απάντησε με έκπληξη. «Δεν ξέρω και πολλά για τον Ιησού.» «Τότε γιατί δεν έρχεσαι στο Κυριακό Σχολείο;» είπε η Μπέσσυ. «Θα ακούσεις τόσες όμορφες ιστορίες για τον Ιησού εκεί. Θα ακούσεις τι έκανε όταν ήταν εδώ στη γη. Πως έκανε τους τυφλούς να βλέπουν και τους κωφούς να ακούν. Και πως θεράπευσε εκείνους που ήταν σαν κι εσένα.» «Πόσο θα ήθελα να θεραπεύσει και μένα.» «Θα το έκανε εάν ζούσες τότε,» είπε η Μπέσσυ. «Και θα το έκανε και τώρα εάν ήταν πράγματι καλό για σένα. Τουλάχιστον αυτό λέει η δασκάλα. Όμως λέει πως θα κάνει παραπάνω για μας εάν του το ζητήσουμε. Και θα μας αγαπάει και θα μας φροντίζει και θα είναι τόσο καλός μας φίλος. Δεν θα ήθελες να έρθεις στο σχολείο μας;» «Νομίζω πως θα ήθελα εάν…» «Εάν τι;» είπε η Μπέσσυ. «Εάν είχα καλύτερα ρούχα και δεν ήμουν ανάπηρη. Τα άλλα κορίτσια σίγουρα θα με κοροϊδεύουν.» «Όχι δεν θα το κάνουν,» είπε η Μπέσσυ. «Εάν τα ρούχα σου είναι καθαρά δεν έχει σημασία αν είναι παλιά. Εάν υποσχεθείς πως θα έρθεις, θα σε πάρουμε μαζί μας την επόμενη Κυριακή.» «Όμως δεν είναι πολύ μακριά;» «Όχι δεν είναι μακριά από το σπίτι σου,» είπε η Μπέσσυ, «επειδή μπορούμε να κόψουμε δρόμο από δω. Δεν χρειάζεται να κάνουμε όλον αυτόν το δρόμο που έκανες σήμερα.» «Λοιπόν, θα ρωτήσω την μαμά μου,» είπε το μικρό κορίτσι. «Και αν με αφήσει θα χαρώ πολύ να έρθω. Να, εδώ είναι η Τόμας στριτ. Σ’ ευχαριστώ  που ήρθες μαζί μου. Ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους σου. Η μητέρα είναι στο τέρμα του δρόμου και με ψάχνει. Τολμώ να πω πως θα αναρωτιέται που έχω πάει. Δεν θέλεις να της μιλήσεις;» «Όχι ευχαριστώ, όχι τώρα,» είπε η Μπέσσυ. Η Μπέσσυ ήταν ένα ντροπαλό μικρό κορίτσι που δεν ήθελε να ακούσει τα ευχαριστώ που ήταν σίγουρη πως η μητέρα του κοριτσιού θα της έλεγε για τη βοήθεια που πρόσφερε στο παιδί της. Χαιρέτησε την καινούργια της φίλη, αφού προηγουμένως φρόντισε να μάθει το όνομα της. Ήταν Ρουθ Πίρσον.
Εάν η Ρουθ ήξερε την παραβολή του καλού Σαμαρείτη και την καταλάβαινε, ποια νομίζετε πως θα ήταν η απάντηση της στην ερώτηση: «Ποιος ήταν ο διπλανός σου αυτό το απόγευμα;»