ΟΛΑ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΨΗΛΑ

(Αληθινή Ιστορία)Στην Γαλλία κάποτε υπήρχε ένα μικρό αγόρι που το φώναζαν Πετράκη. Ήταν ορφανός και πολύ φτωχός και πήγαινε από πόρτα σε πόρτα ζητώντας λίγο ψωμί. Δεν ήταν αγενής και επίμονος. Τραγουδούσε όμορφα εδάφια από την Βίβλο και ήταν ευγενικός ενώ οι άνθρωποι σπάνια τον άφηναν να φεύγει με χέρια αδειανά. Είχε την συνήθεια να λέει σε κάθε περίπτωση «όλα έρχονται από ψηλά».

 

Κάποια μέρα ο πατέρας του έπεσε στο κρεβάτι και ήταν τόσο άρρωστος που θα πέθαινε (και εάν είχε και κρεβάτι, αφού ήταν τόσο πολύ φτωχός). Τότε λοιπόν είπε στο γιό του, «αγαπημένε μου Πέτρο τώρα θα απομείνεις μόνος και θα έχεις πολλές δυσκολίες στη ζωή σου. Πάντοτε όμως να θυμάσαι πως όλα έρχονται από ψηλά. Έτσι όμως θα μπορείς πάντοτε να τα σηκώνεις όλα με υπομονή.
Ο Πετράκης αν και λυπημένος πολύ κατάλαβε τα λόγια του πατέρα του και για να μην τα ξεχάσει ποτέ τα σκεφτόταν δυνατά.
Όταν χτυπούσε μια πόρτα έλεγε «ελεημοσύνη για τον Πετράκη» ή άλλοτε έλεγε:


«Δώστε ελεημοσύνη στον Πετράκη. 
Δεν έχω τίποτα στη γη εδώ. 
Χωρίς παπούτσια εγώ περπατώ 
Προς το σπίτι μου στον ουρανό!»

 

Δεν χρειαζόταν άλλες παρακλήσεις, τα παράθυρα άνοιγαν, το ίδιο και οι πόρτες. Αποδεχόταν κάθε δώρο λέγοντας, «όλα έρχονται από ψηλά». 

Καθώς ο Πετράκης μεγάλωνε και γινόταν ολόκληρο αγόρι συνήθιζε να σκέφτεται τα λόγια του πατέρα του. Ήταν αρκετά σοφός ώστε να καταλαβαίνει πως η αμαρτία δεν ερχόταν από το Θεό. Ωστόσο πίστευε πως ο Θεός κυβερνά τον κόσμο άρα όλα εκτός από την αμαρτία «έρχονταν από ψηλά».
Η πίστη του μικρού Πέτρου συχνά τον ωφελούσε. Μια φορά καθώς διέσχιζε την πόλη φυσούσε ένας πολύ δυνατός άνεμος, τόσο δυνατός που ξεκόλλησε ένα κεραμίδι από μια σκεπή την ώρα που περνούσε από κάτω και έπεσε πάνω του και ο Πετράκης σωριάστηκε στο έδαφος. Τα πρώτα του λόγια ήταν «όλα έρχονται από ψηλά». Οι περαστικοί γελούσαν, «μα φυσικά το κεραμίδι δεν θα μπορούσε να πέσει από χαμηλά» έλεγαν κοροϊδευτικά. Μετά από λίγο ο δυνατός άνεμος παρέσυρε μια ολόκληρη στέγη στον ίδιο δρόμο και έπεσε πάνω σε τρεις ανθρώπους και τους σκότωσε. Εάν ο μικρός Πέτρος συνέχιζε τον δρόμο του σίγουρα θα βρισκόταν στο σημείο που είχε πέσει η σκεπή.
Μιαν άλλη φορά ένας κύριος του ζήτησε να πάει ένα γράμμα σε μιαν άλλη πόλη προστάζοντάς τον να μην σταματήσει πουθενά. Στη διαδρομή του προσπάθησε να περάσει πάνω από ένα χαντάκι με νερό. Ήταν όμως πολύ φαρδύ και δεν τα κατάφερε. Έπεσε μέσα και παραλίγο να πνιγεί. Το γράμμα χάθηκε μέσα στο νερό και δεν μπορούσε να το βρει. Όταν ο Πετράκης βγήκε έξω φώναξε «Όλα έρχονται από ψηλά». Ο κύριος με το γράμμα θύμωσε πολύ και τον έδιωξε κακήν κακώς από την πόρτα του τινάσσοντας  στον αέρα το μαστίγιο του. «Όλα έρχονται από ψηλά» είπε και κάθισε στα σκαλοπάτια αποκαμωμένος.
Την επομένη ο κύριος με το γράμμα έστειλε να τον φωνάξουν. «Κοίτα εδώ, υπάρχουν δύο νομίσματα για εσένα που έπεσες μέσα στο χαντάκι. Οι συνθήκες άλλαξαν ξαφνικά και θα ήταν για μένα χάσιμο να έφτανε αυτό το γράμμα στον προορισμό του!»

Θα μπορούσα να σας πω πολλά μα δεν θα ’χει τελειωμό. Ακόμη και όταν μεγάλωσε και έγινε ένα δυνατό αγόρι συνέχιζαν να τον αποκαλούν Πετράκη. Μια μέρα ήρθε ένας ξένος κύριος από  μια πόλη της Αγγλίας. Αυτός είχε ακούσει την ιστορία του μικρού Πέτρου και ζήτησε να τον βρει για να τον βοηθήσει.
Όταν ο μικρός Πέτρος μπήκε στο δωμάτιο του Άγγλου εκείνος του είπε, «Τι πιστεύεις Πέτρο. Γιατί έστειλα να σε φωνάξουν;». «Όλα έρχονται από ψηλά» απάντησε ο Πέτρος. Αυτή η απάντηση ικανοποίησε πολύ τον ξένο κύριο. Μετά από λίγο του είπε, «Έχεις δίκιο. Θα σε πάρω στην υπηρεσία μου και θα σου παρέχω τα πάντα. Θα το ήθελες;». «Έρχεται από ψηλά, γιατί να μην το θέλω;» απάντησε ο Πέτρος.
Έτσι λοιπόν ο άγγλος κύριος πήρε τον Πετράκη μαζί του. Όλοι λυπήθηκαν που δεν θα άκουγαν πια να απαγγέλει τα εδάφια κάτω από τα παράθυρά τους. Όλοι όμως ήταν χαρούμενοι που είχε βρει ένα σπιτικό. Μετά από πολύ καιρό έμαθαν πως ο καλός κύριος πέθανε και άφησε κάποια από την περιουσία του στον μικρό Πέτρο. Τώρα ο Πέτρος έγινε ένας αξιοσέβαστος άντρας εκεί στην μακρινή Αγγλία. Παρ’ όλα αυτά συνέχιζε σε κάθε περίσταση να λέει «όλα έρχονται από ψηλά».