Πίσω Στην Αρχή
Διηγήσεις τυπωμένες με στάλες από μελάνι έφταναν από την πένα του συγγραφέα στις πιο απίθανες χώρες. Που να ‘ξερε ο συγγραφέας μέχρι που θα ‘φτανε η ιστορία του. Βλέπετε οι ιστορίες που ‘χανε τούτα τα βιβλία δεν ήταν παραμύθια. Οι δημιουργοί τους είχαν βρει τρόπο να χωρέσουν τον τόπο, τον χρόνο, το κατεστημένο της εποχή τους πάνω στο χαρτί. Το άδικο και η κακία έπαιρναν μορφή και όνομα στα πρόσωπα των χαρακτήρων όπως ο Θερναδιέρος, η κυρία Μαν, ο Λεγκρί. Ενώ η καλοσύνη πάντα υμνούνταν και η αρετή αποδίδονταν με τις πιο γενναίες πράξεις. Όπως ο Επίσκοπος Καλωσόριστος έγινε συνοδός του Γιάννη Αγιάννη σ’ όλη του τη ζωή, αν και ίσαμε 2 μέρες πέρασε μαζί του, έτσι κι αυτά όλα τα πρόσωπα, τα γεγονότα, γινόντουσαν σκέψεις, γινόντουσαν φως στο διάβα των ανθρώπων.
Τα βιβλία λοιπόν αυτά που είχαν χαρά να ξεφυλλίζονται από μικρούς και μεγάλους, τώρα ξεχάστηκαν, απορρίφτηκαν. Τα βρίσκεις σε κάποιο ράφι να κορδώνονται και να προσπαθούν να φανούν μα η λάμψη από τα γυαλιστερά εξώφυλλα των άλλων, των μοντέρνων, που μοστράρουν για απόγονοί τους, τα ρίχνει στη σκιά. Και αυτά μαραζώνουν, σκονίζονται, βλέπουν τα ματάκια των παιδιών να κοιτούν με λαχτάρα τα φανταστικά τέρατα και τις μάγισσες. Πόσο θα θελαν να ξεπηδήσουν, να ανοίξουν τις σελίδες τους και να ζωντανέψουν τις υπέροχες ιστορίες τους και τις τόσο ζωντανές περιγραφές τους. Μα εις μάτην. Μια παρέα από βιβλία αποφάσισε να δραπετεύσει για μια μέρα, κίνησε και πάλι να κτυπήσει τις πόρτες των ανθρώπων μα δεν ήταν εκεί κανείς. Όλοι στη δουλειά. Κίνησαν για αλλού και εκεί οι άνθρωποι ήταν μαζεμένοι γύρω από ένα κουτί που έδειχνε εικόνες και έβγαζε δυνατούς ήχους. Έσκυψαν μελαγχολικά και επέστρεψαν στη θέση τους. «Ο πλούτος μας είναι μόνο για εκείνους που θα μας αναζητήσουν», είπαν και στάθηκαν ησυχάζοντας στην ελπίδα πως κάποιος αύριο θα τ’ ανακάλυπτε.