Πίσω Στην Αρχή
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΓΟΥΙΛΙ
(Αληθινή Ιστορία)
Στο προαύλιο της Εκκλησίας που βρισκόταν στον Μαυρίτιο ένα νησί ανατολικά της Μαδαγασκάρης υπάρχουν οι τάφοι αρκετών ιεραποστόλων. Ένας από αυτούς είναι ο τάφος του κ. Σάρτζεντ από το Γουέσλεϊ. Ένας άλλος είναι ενός πιστού υπηρέτη του Θεού του ποιμένα Τ. Τόμασον. Ένας τρίτος είναι εκείνος της θαυμάσιας και αφοσιωμένης κυρίας Χάριετ Νιούελ που μπορεί κάποια στιγμή να διαβάσετε για τη ζωή της.
Κοντά στον τάφο της κυρίας Νιούελ είναι εκείνος του «μικρού Γουίλι» για τον οποίο πρόκειται να σας διηγηθώ την ιστορία του. Το αγαπητό αυτό παιδί ήταν έξι μόλις χρόνων όταν μαζί με τον πατέρα και την μητέρα του έφτασε στον Μαυρίτιο. Ήταν μεγάλος ο πόνος για την μητέρα του να αφήσει πίσω την πατρίδα της για μια γη άγνωστη. Ο μικρός Γουίλι όταν την έβλεπε θλιμμένη προσπαθούσε να την παρηγορήσει, παίζοντας και προσέχοντας το μικρό αδελφάκι του, διαβάζοντας την Βίβλο στην μητέρα του και ψάλλοντας της ύμνους. Ένας ύμνος αγαπημένος του ξεκινούσε κάπως έτσι:
Εμείς σαν τα πλοία
Μες την καταιγίδα ριχνόμαστε
Σε επικίνδυνα βάθη,
Μα δεν χανόμαστε.
Αν και ο Διάβολος δυναμώνει
τον άνεμο και την παλίρροια
Η υπόσχεση προβάλει
Ο Κύριος θα αναλάβει.
Κάποιες στιγμές όταν όλοι εκτός από την μητέρα του έβγαιναν στο κατάστρωμα ο μικρός Γουίλι έμενε πίσω και την πλησίαζε λέγοντας της σιγανά «Μανούλα αν δεν κλάψεις άλλο μέχρι το τέλος του ταξιδιού θα δεις τι θα κάνω για σένα.»
Μετά από ταξίδι έντεκα εβδομάδων έφτασαν στον Μαυρίτιο. Εκεί ο μικρός Γουίλι άρχισε να νοιάζεται πολύ για την πνευματική υγεία και καθοδήγηση των φτωχών μαύρων ανθρώπων που ζούσαν γύρω του. Με πολύ κόπο μάθαινε σ’ ένα κοριτσάκι που ήρθε να ζήσει με την οικογένειά τους, να διαβάζει. Ένιωθε πολύ στεναχωρημένος που δεν μπορούσε να τον καταλάβει. Το κοριτσάκι ήταν πάντοτε εκεί στην πρωινή και στην απογευματινή προσευχή, αλλά ο υπηρέτης που εργαζόταν στην οικογένεια δεν είχε το συνήθειο να παρευρίσκεται. Γι’ αυτό το θέμα ο μικρός Γουίλι έκφραζε με πολύ αγωνία στην μητέρα του πως ο Βόσλεϋ μπορούσε να σωθεί όπως και η Οντερέν. Μια μέρα η μητέρα του βγήκε για λίγες ώρες. Όταν επέστρεψε την περίμενε η πιο ευχάριστη σκηνή απ’ όλες. Χωρίς να ξέρει πότε θα γύριζε η μητέρα του ο μικρός Γουίλι μάζεψε γύρω του την οικογένεια για την απογευματινή προσευχή. Ανάμεσά τους ήταν κι ο Βόσλεϋ. Ήταν αλήθεια πως δεν καταλάβαινε αγγλικά αλλά ο Γουίλι ικέτευσε την υπηρέτρια την μητέρας του να του μεταφράζει αυτά που διάβαζε. «Ότι εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων ητοίμασας αίνεσιν».
Καθώς η οικογένεια πήγαινε στο τόπο της λατρείας την Κυριακή το πρωί το μυαλό του μικρού Γουίλι επηρεαζόταν πολύ από το θέαμα των ανθρώπων που πήγαιναν και έρχονταν στην αγορά με την πραμάτεια τους. Ανυπομονούσε να γνωρίσουν τον Θεό, τον μόνο αληθινό Θεό. Μια μέρα και ενώ η μητέρα του έλεγε πόσο λυπηρό ήταν που κανείς δεν τους είχε διδάξει για τον Θεό και τον παράδεισο, ο αγαπητός μικρούλης Γουίλι δεν είπε κάτι παρά μόνο ύψωσε γλυκά την φωνούλα του και έψαλλε:
«Οι μαύροι και οι λευκοί, οι δέσμιοι και ελεύθεροι,
Υπηρέτες του Κυρίου θε να γινούν.
Και τίποτα δεν θα ακούγεται κει ψηλά
Εκτός από ειρήνη αγάπη και ψαλμούς.»
Μόλις τρεις μήνες μετά την άφιξη τους στον Μαυρίτιο, ο Θεός του οποίου οι τρόποι δεν είναι τρόποι μας και οι σκέψεις Του σκέψεις μας, αποφάσισε να πάρει κοντά Του αυτό το αγαπητό και πολλά υποσχόμενο παιδάκι. Την μια βδομάδα σκαρφάλωνε στην κορυφή του βουνού γεμάτος λάμψη και υγεία και την άλλη εβδομάδα ήταν στο κρεβάτι άρρωστος βαριά. Κατά τη διάρκεια της σύντομης και ξαφνικής ασθένειάς του η μητέρα του δεν τον άφησε ποτέ. Του άρεσε να την έχει κοντά του. Του άρεσε να ακούει τον Λόγο του Θεού που αν και ήταν μόλις έξι χρονών και οχτώ μηνών ήταν η μεγαλύτερη του απόλαυση. Κάποια στιγμή της είπε «Τώρα μαμά, διάβασέ μου την Αγία Γραφή. Εκείνο το κεφάλαιο που μιλάει για την αναγέννηση.» Και καθώς διάβαζε το Κατά Ιωάννη γ’ το παιδάκι ψιθύρισε σιγανά «πρέπει να γεννηθούμε πάλι.» Κάποια άλλη στιγμή όταν του διάβαζε για την σταύρωση του Ιησού είπε: «Θα ελευθέρωνα τον Ιησού μαμά.» Μια άλλη φορά καθώς κοιτούσε γλυκά την μητέρα του είπε, «Ο Κύριος είναι ο ποιμένας μου και δεν θα…» και μετά έψαλλε:
«Ω! Τι χαρά, τι χαρά, τι χαρά
Όταν θα συναντηθούμε και δεν θα χωριστούμε πια!»
Σκεφτόμενος τον μικρό του αδελφό στον οποίο πάντοτε έλεγε τον ακόλουθο ύμνο έψαλλε και πάλι:
«Μικρό αγοράκι με χαρούμενα ματάκια
Σαν τον ουρανό είναι λαμπερά και γαλανά.
Έλα και μάθε εγκαίρως να αγαπάς
Τον Θεό που κυβερνά εκεί ψηλά.»
Και μετά σήκωσε τα ματάκια του προς τον ουρανό και κουνώντας το χεράκι του είπε «Ο Θεός είναι παντού, μαμά, διευθύνει όλο τον κόσμο!» Η πονεμένη μητέρα έσκυψε με στοργή επάνω του και του είπε, «προτιμάς να πεθάνεις, αγαπημένο μου παιδί ή να γίνεις καλά;» «Θα προτιμούσα να πεθάνω γιατί αφού είμαι Χριστιανός θα πάω στον ουρανό και θα είμαι πολύ πιο χαρούμενος.» Ύστερα απλώνοντας τα χεράκια του γύρω από τον λαιμό της πρόσθεσε, «Πήγαινε με σπίτι μαμά. Πρέπει και συ να έρθεις και η Λουΐζα επίσης.» Μετά από αυτό δεν μπόρεσε να μιλήσει πολύ. Είπε μια δυο φορές, «Μπαμπά», «Μαμά» και μετά το ελεύθερο και χαρούμενο πνεύμα του μεταφέρθηκε από τους αγγέλους στην αγκαλιά του Σωτήρα του που τόσο αγαπούσε.
Την επόμενη μέρα τέθηκε στον μικρό τάφο που ετοίμασαν για κείνον στην αυλή της Εκκλησίας. Με αυτό τον τρόπο ο μικρός Γουίλι και όλοι εκείνοι οι υπηρέτες του Θεού οι οποίοι αφιέρωσαν όλες τους τις δυνάμεις στον σκοπό Του, αναπαύονται μαζί μέχρι να χαράξει η ανάσταση.
Αγαπημένα μου παιδιά, εσείς που διαβάσατε αυτή την ιστορία, αφήστε τον μικρό Γουίλι να γίνει παράδειγμα στη ζωή σας.